περιτοιχίζω

περιτοιχίζω
Ν
περιβάλλω με τοίχο, περικλείω με τοίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τοιχίζω (< τοίχος). Το ρ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιτοιχίζω — περιτοίχισα, περιτοιχίστηκα, περιτοιχισμένος, περικλείνω κάτι με τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιτοίχιση — η, Ν η περίφραξη με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτοιχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιτοίχισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • περιτοίχισμα — το, Ν [περιτοιχίζω] 1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο 2. η περιτοίχιση 3. περιτοιχισμένος χώρος …   Dictionary of Greek

  • περιτοιχισμός — ο, Ν [περιτοιχίζω] η περιτοίχιση …   Dictionary of Greek

  • τοιχογυρίζω — Ν περιτοιχίζω …   Dictionary of Greek

  • περιτοίχιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του περιτοιχίζω, το περιτοίχισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”